WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| for the time being expr | (temporarily) | προς το παρόν, προσωρινά έκφρ |
| | My car fell apart so I'm using my bicycle for the time being. |
| | Το αυτοκίνητό μου διαλύθηκε, γι' αυτό προσωρινά (or: προς το παρόν) χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου. |